φοβούμενος

φοβούμενος
φοβέω
put to flight
pres part mp masc nom sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… …   Dictionary of Greek

  • Οιδίπους — Μυθικός ήρωας του θηβαϊκού κύκλου. Οι γονείς του, ο βασιλιάς των Θηβών Λάιος και η βασίλισσα Ιοκάστη, μόλις γεννήθηκε τον παράδωσαν σε ένα βοσκό για να τον αφήσει στον Κιθαιρώνα να πεθάνει, επειδή το δελφικό μαντείο τους είχε προφητέψει πως το… …   Dictionary of Greek

  • Ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… …   Dictionary of Greek

  • θάλεια — Όνομα μυθολογικών προσώπων. 1. Μία από τις Χάριτες. Ήταν κόρη της Ευρυνόμης ή Ευρυδόμης και του Δία, αδελφή της Ευφροσύνης και της Αγλαΐας. 2. Μία από τις εννέα Μούσες. Θεωρείτο κόρη της Μνημοσύνης και του Δία, προστάτιδα της ευθυμίας. 3. Κόρη… …   Dictionary of Greek

  • θεοφοβούμενος — η, ο αυτός που φοβάται τον θεό, ο ευσεβής. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φοβούμενος, μτχ. ενεστ. τού ρ. φοβούμαι (< φόβος)] …   Dictionary of Greek

  • ισόκωλος — η, ο (Α ἰσόκωλος, ον) 1. αυτός που αποτελείται από ίσα κώλα, από ίσα μέλη περιόδου 2. το ουδ. ως ουσ. το ισόκωλο(ν) σχήμα λόγου κατά το οποίο τα κώλα μιας περιόδου αποτελούνται από ίσον αριθμό συλλαβών (α. «με γενικές απόλυτες και ισόκωλα, αντίς… …   Dictionary of Greek

  • κνημός — (5ος αι. π.Χ.). Σπαρτιάτης ναύαρχος. Ανέπτυξε δράση στον Πελοποννησιακό πόλεμο και το 430 π.Χ., επικεφαλής εκατό σκαφών, αποβιβάστηκε στη Ζάκυνθο λεηλατώντας τα παράλιά της. Στη συνέχεια πολιόρκησε τη Στράτο αλλά ηττήθηκε και υποχώρησε στην… …   Dictionary of Greek

  • παραποδίζω — Α 1. περιπλέκω τα πόδια 2. παρεμποδίζω, δεσμεύω 3. παθ. παραποδίζομαι πέφτω σε πλάνη, εξαπατώμαι («φοβούμενος τοὺς τῶν διαβαλλόντων λόγους, μή πη παραποδισθείη», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ποδίζω «δένω τα πόδια»] …   Dictionary of Greek

  • ρέα — Θεά της ελληνικής μυθολογίας, μια από τις Τιτανίδες, κόρη της Γαίας και του Ουρανού. Ήταν σύζυγος του αδελφού της Κρόνου και μητέρα της Εστίας, της Δήμητρας, της Ήρας, του Άδη, του Ποσειδώνα και του Δία. Ο Κρόνος καταβρόχθιζε όλα τα παιδιά που… …   Dictionary of Greek

  • Βλόσιος, Γάιος — (2ος αι. π.Χ.).Ρωμαίος στωικός φιλόσοφος, από την Κύμη της Καμπανίας. Υπήρξε φίλος του Τιβέριου Γράκχου και μαθητής του Αντίπατρου του Ταρσέα. Κατά την παράδοση, ο Β. επηρέασε τον δήμαρχο Τιβέριο Γράκχο να επιχειρήσει την εφαρμογή του νόμου που… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”